- Διάκριοι
- Διάκριοιthe Mountaineersmasc nom/voc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
διάκριοι — (Α) 1. μία από τις πολιτικές μερίδες τών Αθηνών μετά τον Σόλωνα 2. οι κάτοικοι τής Διακρίας στην Εύβοια. [ΕΤΥΜΟΛ. Με το όνομα αυτό χαρακτηρίζονται οι κάτοικοι τής Αττικής πριν από την εποχή τού Σόλωνος που κατοικούσαν στα υψηλά σημεία τής… … Dictionary of Greek
διάκριοι — the Mountaineers masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Διακρίων — Διάκριοι the Mountaineers fem gen pl Διάκριοι the Mountaineers masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διακρίων — Διάκριοι the Mountaineers fem gen pl Διάκριοι the Mountaineers masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Διακριέων — Διάκριοι the Mountaineers masc/fem gen pl (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διακριέων — Διάκριοι the Mountaineers masc/fem gen pl (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Διάκρια — Διάκριοι the Mountaineers neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διάκρια — Διάκριοι the Mountaineers neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ПАРАЛИЯ — • Paralĭa, Παραλία, округ в Аттике, простиравшийся по берегу моря от Άλαὶ Αι̉ξωνίδες до Прасий. Жители этого округа составляли наряду с Πεδιαι̃οι и Διάκριοι во время Писистрата одну из трех политических партий (см. Partes, Партии).… … Реальный словарь классических древностей
υπεράκριος — ον, Α 1. αυτός που βρίσκεται πάνω ή πέρα από τα άκρα, από τα υψηλά σημεία που αποτελούν το σύνορο μιας πεδιάδας 2. (το αρσ. πληθ. ως ουσ.) oἱ ὑπεράκριοι οι διάκριοι*, οι κάτοικοι τών λόφων και τών ορεινών περιοχών τής Αττικής 3. (το ουδ. πληθ. ως … Dictionary of Greek